ΣΤ' ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ
ΕΔΡΑ: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Εθν.Αντιστάσεως 173-175, Τ.Κ: 55134
ΤΗΛ. (2310) 477.128-9, FAX: 475.301, 473.863
www.hunters.gr e-mail:
hunters@hunters.gr
Θεσσαλονίκη 13/10/2005
Δελτίο Τύπου
Η γρίπη των πτηνών και ο ρόλος των αποδημητικών πουλιών
Η γρίπη των πτηνών είναι μια μεταδοτική ασθένεια που προκαλείται από ιούς του γένους Α της γρίπης. Η ασθένεια στα άγρια πτηνά έχει καταγραφεί σε πολλές περιοχές του πλανήτη και αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα (1878). Οι ιοί της γρίπης των πτηνών δύσκολα προσβάλλουν άλλα ζωϊκά είδη αλλά και τον άνθρωπο. Οι ιοί του γένους Α της γρίπης διακρίνονται σε υπότυπους ανάλογα με την ορολογική αντίδραση με τις γλυκοπρωτεϊνες της επιφάνειας του ιού [αιμοσυγκολλητίνες (H) και νευραμινιδάσες (Ν)]. Μέχρι στιγμής έχουν αναγνωριστεί 16 Η (Η1-Η16) και 9 Ν (Ν1-9) τύποι. Κάθε ιός έχει έναν υπότυπο (ΗχΝψ) σε οποιαδήποτε συνδυασμό. Οι φορείς για όλους τους υπότυπους του ιού της γρίπης των πτηνών είναι τα υδρόβια και παρυδάτια πτηνά (κυρίως οι πάπιες και οι χήνες) στων οποίων το πεπτικό σύστημα πολλαπλασιάζεται ο ιός, συχνά χωρίς την παρουσία συμπτωμάτων. Στα άγρια υδρόβια πτηνά οι υπότυποι Η και Ν φαίνεται να είναι σταθεροί και δεν μεταλλάσσονται όπως συμβαίνει όταν οι ιοί προσβάλλουν οικόσιτα πτηνά.
Τα στελέχη του ιού της γρίπης των πτηνών διακρίνονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με την λοιμογόνο τους δύναμη. Στελέχη του ιού γνωστά ως υψηλής λοιμογόνου δύναμης (Highly Pathogenic Avian Influenza - HPAI) προκαλούν θνησιμότητα που μπορεί να φτάσει το 100%. Όμως τα περισσότερα στελέχη είναι χαμηλής λοιμογόνου δύναμης (Low Pathogenic Avian Influenza - LPAI) και προκαλούν ασυμπτωματικές λοιμώξεις ή την εμφάνιση ήπιων συμπτωμάτων. Τα στελέχη LPAI συχνά απομονώνονται από τα άγρια πτηνά ειδικά της τάξης Anseriformes (κύκνοι, πάπιες, χήνες κ.λπ.). Αντίθετα τα στελέχη HPAI δεν διατηρούνται στους πληθυσμούς των άγριων πτηνών αλλά κατά περίπτωση απομονώνονται από τα άγρια πτηνά κατά τη διάρκεια εμφάνισης μαζικών θανάτων (επιζωοτιών) οικόσιτων πτηνών. Η ικανότητα των LPAI στελεχών να μεταλλάσσονται σε HPAI ειδικά στα πτηνά και η ποικιλότητα των ιών που «κυκλοφορούν» στους πληθυσμούς των άγριων πτηνών δείχνουν την επιζωοτιολογική σημασία των τελευταίων. Επιζωοτίες της γρίπης των πτηνών μπορούν να συμβούν όταν ένα LPAI στέλεχος εισχωρεί σε πληθυσμό οικόσιτων πτηνών και μεταλλάσσεται σε HPAI οπότε είναι δυνατή όπως αποδείχτηκε η μετάδοση σε άνθρωπο.
Σημειώνεται ότι, ο κίνδυνος υφίσταται στο γεγονός της συνύπαρξης στο ίδιο άτομο του ιού της γρίπης των πτηνών και του ανθρώπινου ιού της γρίπης, με συνέπεια να είναι σημαντικά μεγάλες οι πιθανότητες δημιουργίας ενός νέου ιού με χαρακτηριστικά υψηλής μεταδοτικότητας από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι εμβολιασμοί στον άνθρωπο έχουν στόχο την προστασία του από τον ανθρώπινο ιό, έτσι ώστε να μειωθεί δραστικά η πιθανότητα να βρεθεί σε ένα άτομο ταυτόχρονα ο ιός της γρίπης των πτηνών και του ανθρώπου. Αυτό είναι που φοβάται η διεθνής επιστημονική κοινότητα και λαμβάνονται αυστηρά μέτρα, μετά από εκδήλωση γρίπης σε πτηνά, και όχι τόσο η μολυσματικότητα του στέλεχος των πτηνών. Στο παρελθόν υπήρξαν σποραδικά μολύνσεις ανθρώπων από πτηνά οφειλόμενα σε στελέχη του ιού της γρίπης Η7Ν7 και Η5Ν1 (υψηλής λοιμογόνου δύναμης) και Η9Ν2 (χαμηλής λοιμογόνου δύναμης) στην Ευρώπη και στην Ασία. Η ύπαρξη ενδημικών μολύνσεων σε χώρες της Ασίας, τα τελευταία 7 έτη, δηλώνει ότι ο ιός συνεχίζει να μολύνει το περιβάλλον και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τη μετάδοσή του σε ανθρώπους. Θα πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι και σε αυτή την περίπτωση, από τα δεδομένα της Ασίας, η μετάδοση του ιού είναι πολύ δύσκολη και αφορά τους επιβεβλημένα διαβιούντες πλησίον των μολυσμένων οικόσιτων πτηνών, όπως εκτροφείς, κτηνίατροι κ.α., δίχως να έχει επιβεβαιωθεί η μετάδοση της νόσου από την κατανάλωση τροφών. Εδώ και 7 χρόνια από την έναρξη των περιστατικών στην Ασία, έχουν θανατωθεί 150 εκατομμύρια οικόσιτα πτηνά και έχουν αποβιώσει 64 άνθρωποι. Ωστόσο στελέχη του επικίνδυνου ιού απομονώθηκαν μόνο σε νεκρά η ημιθανή άγρια πτηνά που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν τα οποία φαίνεται ότι μολύνθηκαν από τα οικόσιτα.
Η παρουσία του ιού Η5Ν1 μετά την Ασία στο Καζακστάν επιβεβαίωσε τις φοβίες των ερευνητών για μετάδοση του ιού μέσω των αποδημητικών πτηνών. Ιοί της γρίπης των πτηνών έχουν απομονωθεί σε περισσότερα από 88 είδη άγριων πτηνών. Από το 1920 η νόσος αναφέρθηκε στις ΗΠΑ, Αφρική και Μ. Ανατολή. Η πρώτη απομόνωση στελέχους HPAI από άγρια πτηνά έγινε στην Ν. Αφρική το 1961 σε ποταμογλάρονα (Sterna hirundo). Η αυξημένη επιτήρηση κατά τη δεκαετία του 70 αποκάλυψε ότι η τάξη των Anseriformes (χήνες, πάπιες κ.λπ.) είναι η κύρια αποθήκη του ιού της γρίπης των πτηνών. Μελέτες έδειξαν ότι περίπου το 15% των υδροβίων και το 2% των υπολοίπων ειδών είναι προσβεβλημένα από ιό της γρίπης σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Άλλες ερευνητικές εργασίες έδειξαν ότι το ποσοστό αυτό σε παρυδάτια πτηνά (χαραδριοί, καλημάνες κ.λπ) μπορεί να φτάσει το 30%. Η πιθανότητα εντοπισμού του ιού στα υδρόβια αυξάνει κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Η ύπαρξη και η παρουσία του ιού έχει σχέση με το στέλεχος, το είδος και την ηλικία του πτηνού, τις μετακινήσεις του, τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, την αλατότητα και το ρΗ του νερού κ.λπ. Π.χ. οι νεαρές πάπιες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να προσβληθούν και να λειτουργήσουν ως φορείς. Άμεση ή έμμεση επαφή οικόσιτων με υδρόβια πτηνά μπορεί να αποτελέσει την αρχή μια μόλυνσης. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ένα στέλεχος HPAI μπορεί να μεταδοθεί από οικόσιτα πτηνά σε άγρια (ψαρόνια κ.λπ) αλλά φαίνεται ότι δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ μεταξύ των πληθυσμών τους. Από τους 16 υποτύπους του ιού που είναι γνωστοί έως σήμερα μόνο δύο (Η5 και Η7) μεταλλάσσονται στελέχη σε υψηλής λοιμογόνου δύναμης (HPAI).
Στις περισσότερες περιπτώσεις η μετάλλαξη ενός στελέχους HPAI λαμβάνει χώρα στα οικόσιτα πτηνά μετά την έκθεσή τους σε στελέχη LPAI. Η μόνη γνωστή επιζωοτία, που οφειλόταν σε στελέχη HPAI, σε άγρια πτηνά συνέβη σε ποταμογλάρονα στην Ν. Αφρική το 1961. Τα άγρια πτηνά έχουν σπουδαίο ρόλο στο αρχικό στάδιο της μετάδοσης ιού της γρίπης αλλά δεν θεωρείται ότι λειτουργούν ως «αποθήκες» στελεχών υψηλής λοιμογόνου δύναμης. Σε σύγκριση με τα άγρια πτηνά που φυσιολογικά δεν εμφανίζουν συμπτώματα της ασθένειας τα οικόσιτα πτηνά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στους υπότυπους Η5 και Η7.
Πτηνά που έχουν εκτεθεί στο ιό και έχουν επιζήσει μπορεί να μεταδίδουν τον ιό μέσω του στόματος ή των περιττωμάτων. Το νερό είναι ένα καλό μέσο για τη μετάδοση στελεχών LPAI και έτσι εξηγείται μερικώς η υψηλή παρουσία του στα υδρόβια και παρυδάτια πτηνά που συγκεντρώνονται σε μεγάλους αριθμούς σε υγροτόπους. Ο ιός παραμένει μολυσματικός στο νερό για 4 έως 200 ημέρες ανάλογα με την θερμοκρασία και άλλους παράγοντες. Αυτό δείχνει το σημαντικό ρόλο των υδροβίων στη μετάδοση του ιού σε μονάδες εκτροφής πτηνών που βρίσκονται κοντά σε υγροτόπους. Ο χρόνος παρουσίας του ιού μειώνεται με την αύξηση της αλατότητας και του pH του νερού. Σε κάποιες μελέτες έχει διαπιστωθεί μεγάλη συγκέντρωση ιού και αντισωμάτων σε αβγά υδρόβιων και παρυδάτιων πτηνών. Ωστόσο ο ρόλος των αβγών των άγριων πτηνών στη μετάδοση του ιού είναι άγνωστη έως σήμερα.
Με δεδομένα ότι:
Περικλής Μπίρτσας Δρ Δασολόγος Θηραματολόγος Γεν. Διευθυντής Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας & Θράκης Θεσσσαλονίκη |
Χαράλαμπος Μπιλλίνης Επίκουρος Καθηγητής Ιολογίας και Ιογενών Νοσημάτων Τμήμα Κτηνιατρικής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Καρδίτσα |